-
1 μεταθέτω
(αόρ. μετάθεσα и μετέθεσα, παθ. αόρ. μετατέθηκα и μετετέθην) μετ.1) перемещать; перестанавливать; перекладывать; передвигать; 2) перемещать, переводить (по службе) -
2 μεταθέτω
μετατίθημιplace among: aor imperat act 3rd sg -
3 μεταθέτω
[мэтатэто] р. перемещать, переводить по службе.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταθέτω
-
4 μεταθέτω
[мэтатэто] ρ перемещать, переводить по службе. -
5 μεταθέτω
(πχ σύσκεψη)posposar -
6 перевести
перевести 1) (на другой язык ) μεταφράζω 2) (по почте) εμβάζω, στέλνω επιταγή στέλνω τηλεγραφική επιταγή (по телеграфу) З): \перевести стрелку часов вперёд (назад ) μεταθέτω το δείχτη του ρολογιού εμπρός (πίσω) 4) (на другое место ) μεταθέτω* * *1) ( на другой язык) μεταφράζω2) ( по почте) εμβάζω, στέλνω επιταγή; στέλνω τηλεγραφική επιταγή ( по телеграфу)3)перевести́ стре́лку часо́в вперёд (наза́д) — μεταθέτω το δείχτη του ρολογιού εμπρός (πίσω)
4) ( на другое место) μεταθέτω -
7 переводить
переводитьнесов1. (куда-л.) μεταθέτω/ μεταφέρ(ν)ω, προάγω, προβιβάζω (в другой класс):\переводить на другу́ю работу μεταθέτω σέ ἄλλη δουλειά·2. (на другой язык) μεταφράζω:\переводить устно μεταφράζω προφορικά· \переводить с ру́сского языка на греческий μεταφράζω ἀπό τά ρούσικα στά ἐλληνικά·3. (пересылать по почте) ἐμβάζω, στέλνω ἐμβασμα·4. (в другую систему измерения и т. п.) μετατρέπω· 5.:\переводить стрелку часов вперед (назад) μεταθέτω τόν δείκτη τοῦ ρολογιού ἐμπρός (πίσω)· \переводить стрелку ж.-д. γυρίζω τό κλειδί (σιδηροδρομικής γραμμής)·6. (бесполезно расходовать) разг σπαταλώ:\переводить проду́кты (деньги) σπαταλώ τά τρόφιμα (τά χρήματα)· ◊ \переводить дух παίρνω ἀνάσά \переводить разговор на другу́ю тему ἀλλάζω θέμα συζήτησης. -
8 переместить
-мешу, -местишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемещённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ.1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω μεταφέρω•переместить мебель из одной комнаты в другую μεταφέρω τα έπιπλα από το ένα δωμάτιο στο άλλο.
2. μεταθέτω•переместить в другой полк μεταθέτω σε άλλο σύνταγμα.
μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, μεταφέρομαι,• μετατίθεμαι, μεταθέτομαι. -
9 перенести
1. (неся, переместить) μεταφέρω, μετακινώ 2. (неся, доставить куда-л.) μεταφέρω 3. (переместить, перевести в другое место) μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ 4. (направить на что-л. другое, переключить с одного на другое) μεταθέτω, κατευθύνω 5. (назначить на другое время) αναβάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перенести
-
10 отсрочивать
отсрочивать, отсрочить αναβάλλω, μεταθέτω· παρατείνω (продлить срок)* * *= отсрочитьαναβάλλω, μεταθέτω; παρατείνω ( продлить срок) -
11 передвинуть
передвинуть μετακινώ* μεταθέτω· μεταφέρω \передвинуться μεταφέρομαι, μετακινούμαι* * *μετακινώ; μεταθέτω; μεταφέρω -
12 переложить
-
13 переставить
переставить, переставлять μεταθέτω, μετατοπίζω- μετακινώ (передвигать)* * *= переставлятьμεταθέτω, μετατοπίζω μετακινώ ( передвигать) -
14 перевести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл-вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,ρ.σ.μ.1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•
перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.
|| οδηγώ, περνώ•перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.
2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.
4. μεταβιβάζω•перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.
5. στέλλω, αποστέλλω•перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.
6. μεταφράζω•перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.
|| (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.
8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.
|| σπαταλώ σκορπίζω.εκφρ.перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.
2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.3. αποτυπώνομαι. -
15 передвинуть
ρ.σ.μ.1. μετακινώ μετατοπίζω μεταθέτω• μεταφέρω•передвинуть часовые стрелки μετακινώ τους δείχτες του ωρολογίου•
передвинуть войска к границе μετακινώ τα στρατεύματα προς τα σύνορα.
|| μεταθέτω (από μια υπηρεσία σε άλλη).2. μεταφέρω (προθεσμία, ημερομηνία κ.τ.τ.), αναβάλλω.μετακινούμαι• μεταφέρομαι. -
16 дешифрировать
1. (разбирать написанное шифром) αποκρυπτογραφώ 2. (перено-сить частоту) μεταθέτω τη συχνότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дешифрировать
-
17 переводить
1. (величины, единицы измерения и т.п.) μετατρέπω, ανάγω 2 (с одного процесса{}режима{} на другой) αλλάζω, αναστρέφω, μεταστρέφω 3. полигр. μεταφέρω 4. (с одного языка на другой) μεταφράζω 5. (с одного места на другое) μεταθέτω, μεταφέρω 6. (напр. деньги) μεταφέρω (τα λεφτά), εμβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переводить
-
18 перекладывать
1. (дорожное покрытие) επικαλύπτω/επιστρώνω εκ νέου 2. мор. μετατοπίζω, στρίβω. - руль - το πηδάλιο 3. (напр. на другое место) μεταθέτω, μετακινώ, μετατοπίζω 4. (переносить на другой срок, откладывать) αναβάλλω 5. (освобождая кого-л. от чего-л., возлагать на другого) αναθέτω 6. (укладывать что-л., помещая между отдельными укладываемыми предметами слой чего-л другого) (παρ)εμβάλλω, (παρ)ενθέτω, βάζω ενδιάμεσα 7. (что-л. заново, иначе) ξανατοποθετώ 8. (муз., литер) διασκευάζω, τροποποιώ, μετατρέπω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекладывать
-
19 перемещать
1. (с одного места на другое) μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω 2. (давать другое служебное назначение) μεταθέτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемещать
-
20 переставлять
μετακινώ, μεταθέτω, μετατοπίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переставлять
См. также в других словарях:
μεταθέτω — μεταθέτω, μετέθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… … Dictionary of Greek
μεταθέτω — μετάθεσα και μετέθεσα, μετατέθηκα, μεταθεμένος 1. αλλάζω τη θέση κάποιου πράγματος: Μετάθεσε τα περισσότερα προϊόντα στο κατάστημα. 2. μετακινώ υπάλληλο ή στρατιωτικό από μια υπηρεσιακή θέση σε μια άλλη: Μετατέθηκε στα σύνορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταθέτω — μετατίθημι place among aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατάσσω — (ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) [τάσσω] τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ νεοελλ. 1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο 2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή μσν … Dictionary of Greek
μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… … Dictionary of Greek
αλλαγιάζω — 1. κάνω αλλαγή, μεταθέτω, μετατοπίζω (κυρίως αλλάζω τη στροφή βοδιών στο αλώνισμα για την ανακούφιση τού ακραίου, που μοχθεί περισσότερο) 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. αλλάζω τη θέση μου, μετατοπίζομαι και μτφ. ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ … Dictionary of Greek
αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω … Dictionary of Greek
αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… … Dictionary of Greek